- λιβελογραφώ
- λιβελογράφησα, γράφω λίβελους: Τον συνέλαβαν γιατί λιβελογραφούσε εναντίον ενός βουλευτή χωρίς αποδεικτικά στοιχεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.